ψιμύθιο — το κάθε καλλωπιστική σκευασία, φκιασίδι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φύκος — το / φῡκος, ύκους και ύκεος, ΝΜΑ, και φούκος, ο, Ν συν. στον πληθ. τα φύκη βοτ. πολυποίκιλη ομάδα αυτότροφων οργανισμών, χωρίς αγωγό ιστό, στην οποία ανήκουν κατά κύριο λόγο υδρόβια φυτά που χαρακτηρίζονται από σχετικά μικρή διαφοροποίηση τών… … Dictionary of Greek
έντριψη — ἔντριψις, η (Α) εντριβή, επάλειψη με αλοιφή ή υγρό, μασάζ αρχ. 1. επάλειψη τού προσώπου με ψιμύθιο ή άλλο καλλυντικό 2. η ουσία με την οποία αλείφεται ή τρίβεται κανείς, κυρίως το ψιμύθιο … Dictionary of Greek
φτ(ε)ιασίδι — και φκιασίδι, το, Ν ψιμύθιο, καλλυντικό για το πρόσωπο. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στο ρ. εὐθειάζω «διορθώνω» και έχει σχηματιστεί ως υποκορ. ενός αμάρτυρου ουσ. *εὐθείασις (για τον σχηματισμό και για την ποικιλία τών τ. βλ. λ. φτειάχνω). Κατ άλλη… … Dictionary of Greek
έντριμμα — το (Α ἔντριμμα) νεοελλ. ουσία εξωτερικής χρήσεως, π.χ. υγρό, αλοιφή, κατάλληλα για εντριβή αρχ. καλλυντικό τού προσώπου, ψιμύθιο … Dictionary of Greek
επίτριμμα — ἐπίτριμμα, τὸ (AM) [επιτρίβω] το επιτριβόμενο πάνω στο πρόσωπο ψιμύθιο, το καλλυντικό μσν. 1. πράγμα φθαρμένο από την τριβή 2. μτφ. για εταίρα αυτός που έχει μεγάλη τριβή, πείρα σε κάτι, («ἐπίτριμμα ἐρώτων» Νικ. Χων.) … Dictionary of Greek
εψιμυθισμένως — ἐψιμυθισμένως (Α) επίρρ. με ψιμύθιο, φκιασιδωμένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < εψιμυθισμένος, μτχ. παθ. παρακμ. τού ρ. ψιμυθίζομαι] … Dictionary of Greek
κόχλος — (I) ο (AM κόχλος) 1. θαλάσσιο οστρακόδερμο με κοχλιοειδές όστρακο το οποίο χρησιμοποιούνταν για παρασκευή τής πορφύρας (α. «τὰ ὀστρακόδερμα τῶν ζῴων, οἷον οἵ τε κοχλίαι καὶ οἱ κόχλοι,... ὁμοίως ἔχει τοῑς μαλακοστράκοις», Αριστοτ. β. «κόχλους δὲ… … Dictionary of Greek
μολυβδόγεον — μολυβδόγεον, τὸ (Α) 1. είδος ορυκτού, μολυβόχωμα 2. (κατ άλλους) ψιμύθιο, σκωρία τού μολύβδου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μόλυβδος + γεον (< γῆ), πρβλ. ανώ γεον] … Dictionary of Greek
μπλαγκέτο — το λευκό ψιμύθιο, που χρησιμοποιούσαν οι γυναίκες για λεύκανση τής επιδερμίδας τού προσώπου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ιταλ. ή βεν. *blanchet(t)o, ενώ κατ άλλους από προβηγκ. blanquet] … Dictionary of Greek